- ῥινωτηρία
- ῥῑν-ωτηρία, ἡ,= ἐφολκίς (q.v.), Poll.1.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥινωτηρία — ῥινωτηρίᾱ , ῥινωτηρία fem nom/voc/acc dual ῥινωτηρίᾱ , ῥινωτηρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρινωτηρία — η / ῥινωτηρία, ΝΑ ναυτ. σανίδωμα στην πλώρη τών ιστιοφόρων πλοίων κοντά στη ρίζα τού προβόλου, πάνω στο οποίο στέκονταν οι ναύτες που χειρίζονταν τους αρτέμονες, τους φλόκους … Dictionary of Greek
ῥινωτηρίαν — ῥινωτηρίᾱν , ῥινωτηρία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆԱՒԱՑՌՈՒԿ — ( ) NBH 2 0409 Chronological Sequence: 8c գ. Ցռուկ կամ քիթ նաւու երկայնեալ. ... Կայ յն. ῤινωτηρία pars navis prope carinam. *Շինեաց աշտարակս ժայռաւորս իբրեւ զնաւացռուկս. Խոր. ՟Գ. 59: (գուցէ լինի իմանալ եւ իբրեւ զցռկանաւս. ուստի կազմի եւ յաջորդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)